τέσσερεις

τέσσερεις
τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, -ες, -α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες και πέσσυρες, πέσυρα και πέσσυρα και βοιωτ. τ. πέτταρες και συντετμημένος τ. τάρες Α
(απόλ. αριθμτ.) ο αριθμός που δηλώνει ένα σύνολο από τρεις και μία μονάδες
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. εν. αριθμ.) το τέσσερα
α) ο παραπάνω αριθμός καθώς και το αριθμητικό ψηφίο με το οποίο αυτός δηλώνεται
β) συνεκδ. i) καθετί που έχει αυτόν τον αριθμό ως διακριτικό («το διαμέρισμα 4 τής πολυκατοικίας»)
ii) καθένα από τα τραπουλόχαρτα που έχει στις γωνίες του το σχετικό σχήμα, το τεσσάρι («το τέσσερα σπαθί, μπαστούνι...»)
2. φρ. α) «είναι τέσσερεις» ή, απλώς, «τέσσερεις» — η τέταρτη π.μ. ή μ.μ. ώρα
β) «χτύπησε τέσσερεις» — σήμανε η τέταρτη ώρα
γ) «πάτησε [ή μπήκε] στα τέσσερα» — μπήκε στο τέταρτο έτος
δ) «δεν μέ μέλει τέσσερα» — αδιαφορώ τελείως
ε) «περπατά με τα τέσσερα» — μπουσουλάει
στ) «τα μάτια σου τέσσερα» — πρόσεχε πολύ
ζ) «δεν ξέρει πού παν' τα τέσσερα» — είναι ανίδεος
η) «στα τέσσερα» — πολύ γρήγορα
θ) «τέσσερεις τέσσερεις» — ανά τέσσερεις
ι) «δύο και δύο κάνουν τέσσερα»
μτφ. δηλώνει ότι ένα πράγμα, μία κατάσταση ή ένα γεγονός είναι καταφανές και αυταπόδεικτο ή ότι η άποψη, το επιχείρημα ή η πρόταση ενός ομιλητή δεν επιδέχεται καμιά απολύτως αντίρρηση
ια) «να τόν πάνε τέσσερεις [ή τέσσαροι]»
(ως κατάρα) να πεθάνει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά τέσσερα
α) τα τέσσερα απλά σώματα στη φιλοσοφία τού Εμπεδοκλέους
β) οι τέσσερεις βασικές αρχές τής φιλοσοφίας τού Επικούρου
γ) τα τέσσερα είδη τής ποιότητας ή οι τέσσερεις αριστοτελικές έννοιες τού ποιού
2. φρ. «διὰ τεττάρων» — μουσικό διάστημα τεσσάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλυτο αριθμητικό τέσσαρες, -α / τέτταρες ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwet(w)e/or- «τέσσερα». Στον ελλ. τ. ο χειλοϋπερωικός φθόγγος *kw- τής Ινδοευρωπαϊκής αντιπροσωπεύεται με το οδοντικό σύμφωνο τ- πριν από φωνήεν -ε-, το συμφωνικό σύμπλεγμα -tw- με -σσ-/-ττ- και η δεύτερη συλλαβή εμφανίζει συνεσταλμένη μορφή -αρ-. Στον ιων. τ. τέσσερες (πρβλ. νεοελλ. τέσσερεις), ωστόσο, ο φωνηεντισμός -ε- τής δεύτερης συλλαβής ξαφνιάζει και οφείλεται είτε σε καινοτομία τής ιων. διαλέκτου είτε είναι παλαιός (πρβλ. λιθουαν. ketveri, αρχ. σλαβ. četverŭ). Ο τ. τέσσερες χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Κοινή και είναι ο τ. που διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική με κατάλ. -εις, κατά το αριθμ. τρεις. Ο λεσβ. τ. πέσ(σ)υρες εμφανίζει χειλικό σύμφωνο π-, χαρακτηριστικό τών αιολ. διαλ. (πρβλ. ομηρ. πίσυρες, βοιωτ. πέτταρες) και ως προς τη δεύτερη συλλαβή συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. αρχ. ινδ. caturah, λιθουαν. keturi, γοτθ. fidur-), ο οποίος φαίνεται ότι είναι αρχαιότερος τού φωνηεντισμού -αρ- τού τέσσαρες. Ο ομηρ. τ. πίσυρες, εκτός τού φωνηεντισμού -υρ- τής δεύτερης συλλαβής και τού ενός -σ-, πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών, είναι ο μοναδικός ελλ. τ. που εμφανίζει ασθενή βαθμίδα στην πρώτη συλλαβή με φωνηεντισμό -ι-, όπως και το λατ. quăttuor (πρβλ. γαλλ. quatre, ιταλ. quattro). Στη δωρ. διάλ., εξάλλου, μαρτυρείται ο τ. τέτορες, που εμφανίζει φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. βροτός) στη δεύτερη συλλαβή, όπως και τα: λατ. quăttuor, γοτθ. fidwor, αρμ. čork (πρβλ. και αγγλ. fair). Στον τελευταίο τ. επίσης χαρακτηριστική είναι η απουσία τού -w- τής ρίζας, όπως άλλωστε στη δοτ. πληθ. τέτρασι (παρλλ. αρχ. τ. τού τέσσαρσι), στο τακτικό αριθμητικό τέτρατος / τέταρτος*, στα ουσ. τετράς, τετρακτύς, στα επιρρμ. τετράκις, τέτραχα, στο αριθμ. τετρώκοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα) και, τέλος, στα σύνθ. με α' συνθετικό τετρα- (πρβλ. τετρά-γωνος, τετρα-ετής, τετρα-κόσιοι, τετρά-πους, βλ. λ. τετρα-). Η μορφή τού α' συνθετικού τετρα- είναι αρχαιότερη και συνηθέστερη τής μορφής τέσσαρα- (πρβλ. τεσσαρά-κοντα, τεσσαρά-βοιος) και μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: qetor-owe «με τέσσερα αφτιά, λαβές» (με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού –r με -ορ-). Με τη ρίζα, τέλος, τού αριθμητικού τέσσαρες συνδέονται οι λ. τράπεζα*, τρυφάλεια* και πιθ. το ανθρωπωνύμιο Τυρταίος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράστιχος — η, ο / τετράστιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές νεοελλ. βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο ποίημα που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράπλευρος — η, ο / τετράπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν) πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές νεοελλ. φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακάμαρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κάμαρος (< καμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • τετραστιχία — ἡ, Α [τετράστιχος] 1. τέσσερεις στίχοι, τέσσερεις σειρές 2. ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους, τετράστιχο …   Dictionary of Greek

  • τετραφωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερεις φωνές ή αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές 2. φρ. «τετραφωνικός ήχος» (ακουστ.) ήχος, κυρίως μουσικός, που εγγράφεται και αναπαράγεται από τέσσερεις οδούς και ο οποίος αποτελεί μορφή στερεοφωνικού ήχου.… …   Dictionary of Greek

  • απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… …   Dictionary of Greek

  • κουαρτέτο — το 1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή για τέσσερεις φωνές 2. το σύνολο τών εκτελεστών τέτοιας σύνθεσης 3. ομάδα τεσσάρων ανθρώπων που συμπράττουν σε ένα έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quartette ή quartetto < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”